- Καυνίων
- Καύνιοςoffem gen plΚαύνιοςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κάλυνδα — Αρχαία παραλιακή πόλη της Καρίας κοντά στα σύνορα με τη Λυδία. Οι Καλύνδιοι υπήρξαν σύμμαχοι των Καυνίων έως το 163 π.Χ., οπότε αποστάτησαν. Στην περιοχή της πόλης βρέθηκαν νομίσματα που χρονολογούνται από τον 1o αι. π.Χ. Τα Κ. πλήρωναν φόρο στην … Dictionary of Greek